- νέκρωμα
- το (ΑΜ νέκρωμα) [νεκρώνω]νεοελλ.1. μερική ή ολική παύση τών λειτουργιών σωματικού μέλους2. μτφ. έλλειψη ζωής και κίνησης, αδράνεια, μαρασμός, απραξία, νέκραμσν.1. τμήμα σφαγίου το οποίο θυσιαζόταν2. (κατ' επέκτ.) το θυσιαζόμενο ζώο που προσφερόταν ως θυσία στους θεούςαρχ.υπόλειμμα, τμήμα άψυχου σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.